αχνό

αχνό
solgun, (ışık) sonuk, soluk

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αχνίζω — (I) 1. γίνομαι αχνός, ωχρός 2. χάνω το χρώμα μου, ξεθωριάζω 3. γίνομαι ισχνός, αδυνατίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. αχνός]. (II) 1. βγάζω αχνό 2. θερμαίνω ή ψήνω κάτι στον αχνό 3. εκθέτω στην επίδραση του αχνού (κυρίως για θεραπευτικούς λόγους,… …   Dictionary of Greek

  • αχνός — (I) ο 1. το πολύ ψιλό αλεύρι 2. το πολύ λεπτό λινό 3. η γύρη των λουλουδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. άχνη, με επίδραση του αχνός (II) «ατμός»]. (II) ο 1. ατμός από φαγητό ή υγρό που βράζει 2. άχνα, αναπνοή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχνός (II) προήλθε από το αρχ …   Dictionary of Greek

  • εξαχνίζω — και ξαχνίζω (Α ἐξαχνίζω) 1. μετατρέπω στερεό σώμα σε αχνό 2. αποχωρίζω την άχνη 3. (για ζεστό ρόφημα) φυσώ τους αχνούς για να κρυώσει γρηγορότερα 4. γιαχνίζω* αρχ. καλύπτω με αχνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + άχνη, κατά τα σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • ακνογελώ — χαμογελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικός σχηματισμός < ακνό (< οκνά) + γελώ πρβλ. χαμο γελώ, ακρο γελώ, αχνο γελώ, ψευτο γελώ, ψιλο γελώ, ψιμο γελώ κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • αχνάδα — (I) η 1. ατμός υγρού που βράζει 2. η οσμή φαγητού όπως μεταδίδεται από τον αχνό του 3. ομίχλη 4. καπνός 5. ασθενέστατος ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αχνός]. (II) η 1. η λευκότητα («η αχνάδα του χιονιού») 2. η ωχρότητα («η αχνάδα που το πρόσωπο τώρα… …   Dictionary of Greek

  • αχνιστός — ή, ό [αχνίζω (II)] 1. αυτός που αχνίζει, που βγάζει ατμό 2. ζεστός, κουτός 3. ψημένος στον αχνό …   Dictionary of Greek

  • ηλιόφεγγο — και λιόφεγγο, το το φως τού ήλιου, το ηλιόφως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + φεγγο (< φέγγος), πρβλ. αστραπό φεγγο, αχνό φεγγο] …   Dictionary of Greek

  • σφριγηλός — ή, ό, Ν αυτός που είναι γεμάτος σφρίγος, ακμαίος, ζωηρός («το ποταπό, το δύστροπο, το αχνό στα σφριγηλά μου σωθικά να πνίξω», Ελύτης). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφρίγος + επίθημα ηλός (πρβλ. σιωπ ηλός). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον θ. Βελλιανίτη] …   Dictionary of Greek

  • φιλόκνισος — (I) ον, ΜΑ αυτός που χαίρεται με την κνίσα, τον αχνό και την οσμή τών ευωχιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κνισος (< κνῖσα), πρβλ. πολύ κνισος]. (II) ον, Α αυτός που τού αρέσουν τα ερωτικά γαργαλίσματα, λάγνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κνισος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”